λεπτό

λεπτό
Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ.
* * *
και λεφτό, το (AM λεπτόν)
μονάδα μέτρησης γωνιών που ισοδυναμεί με το ένα εξηκοστό τής μοίρας μιας γωνίας
νεοελλ.
1. υποδιαίρεση τής δραχμής, το ένα εκατοστό τής δραχμής, το μονόλεπτο
2. (στο παρελθόν) μικρό κέρμα που αντιπροσώπευε την αξία ενός εκατοστού τής δραχμής
3. το ένα εξηκοστό τής ώρας, αλλ. πρώτο λεπτό
4. στον πληθ. τα λεπτά ή τα λεφτά
τα χρήματα, τα πλούτη (α. «έχει πολλά λεφτά» β. «τα λεφτά δεν κάνουν τον άνθρωπο»)
5. φρ. α. «δεν μού έμεινε λεφτό» — έμεινα άφραγκος, είμαι χωρίς χρήματα
β. «δεν δίνω λεφτό» — αδιαφορώ τελείως
γ) «σε ένα λεπτό» ή «σε δύο λεπτά» ή «σε μισό λεπτό» — σε λίγη ώρα, σε βραχύτατο χρόνο («περίμενε μισό λεπτό να τελειώσω τη δουλειά μου»)
νεοελλ.-μσν.
φρ. «στο λεφτό» ή «στο λεπτόν» — αμέσως, αυτοστιγμεί
μσν.
1. νομισματική υποδιαίρεση
2. φρ. «εἰς λεπτόν» — με λεπτομέρεια
αρχ.
1. το τμήμα τού εντέρου που αρχίζει από τον πυλωρό τού στομάχου και λήγει στο παχύ έντερο
2. μικρό νόμισμα που αντιστοιχούσε με το 1/336 τής δραχμής («οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῑθεν, ἕως οὗ καὶ τὸ ἔσχατον λεπτὸν ἀποδῷς», ΚΔ)
3. πάπ. πιθάρι, στάμνα
4. φρ. α) «κατὰ λεπτόν» — λεπτομερώς
β) «Τὰ κατὰ λεπτόν» — τίτλος μερικών ποιημάτων τού Αράτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. τού επιθέτου λεπτός. Το επίθ. λεπτός χρησιμοποήθηκε εδώ για να εκφράσει πολύ μικρή υποδιαίρεση τού νομίσματος, τής ώρας, τής μοίρας, καθώς και τμήμα τού παχέος εντέρου. Ως δηλωτικό τού χρόνου (ώρας) η λ. λεπτό είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. minute (< λατ. minutus «λεπτός»).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. λεπτοδείκτης. (Β' συνθετικό) νεοελλ. δεκάλεπτος, δίλεπτος, εικοσάλεπτος, εξηκοντάλεπτος, μονόλεπτος, ολιγόλεπτος, πεντάλεπτος, τετράλεπτος, τριακοντάλεπτος, τρίλεπτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεπτό — το 1. το εκατοστό του ευρώ: Μου κόστισε μόνο πέντε ευρώ και είκοσι λεπτά. 2. το εξηκοστό της ώρας: Πέρασαν σαράντα λεπτά κι ακόμα να φανεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτό έντερο — Βλ. λ. έντερο …   Dictionary of Greek

  • χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… …   Dictionary of Greek

  • διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… …   Dictionary of Greek

  • δροσός — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… …   Dictionary of Greek

  • δρόσος — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… …   Dictionary of Greek

  • λευκοσίδηρος — Λεπτό έλασμα μαλακού χάλυβα καλυμμένο με στρώση κασσίτερου. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία τενεκές. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή δοχείων καθημερινής χρήσης και για πολλές άλλες εργασίες. Από τον 15o αι. χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία για τις …   Dictionary of Greek

  • ακροδέα — Λεπτό αλλά πολύ ισχυρό σχοινί που χρησιμεύει για να συγκρατεί τα φουσκωμένα τετράγωνα πανιά των ιστιοφόρων. Οι ναυτικοί τα ονομάζουν, στον πληθυντικό, αμορόζες. Διακρίνονται σε α. δεσίματος και σε α. μούδας (σχοινιά που συγκρατούν τα πανιά σε… …   Dictionary of Greek

  • μεμβράνη — Λεπτό φύλλο από εύκαμπτο υλικό, κυρίως ζωικής ή φυτικής προέλευσης. Η μ. μπορεί να είναι προικισμένη με ορισμένες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα οι ημιδιαπερατές μ., οι οποίες επιτρέπουν τη διέλευση μορίων νερού μέσω αυτών, όχι όμως και των… …   Dictionary of Greek

  • μέση πλάκα — Λεπτό μεσοκυττάριο στρώμα, το οποίο συντίθεται από πολυσακχαρίτες, που καλούνται πηκτίνες. Η μ.π. χρησιμεύει στο να συγκρατεί τα φυτικά κύτταρα μεταξύ τους, ενώ εκατέρωθέν της εναποτίθενται τα συστατικά του κυτταρικού τοιχώματος των γειτονικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”